- καλπονόθευση
- ηη πράξη και το αποτέλεσμα του καλπονοθεύω, νόθευση του αποτελέσματος των εκλογών: Σε μερικές περιοχές έγινε μεγάλη καλπονόθευση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.