καλπονόθευση

καλπονόθευση
η
η πράξη και το αποτέλεσμα του καλπονοθεύω, νόθευση του αποτελέσματος των εκλογών: Σε μερικές περιοχές έγινε μεγάλη καλπονόθευση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλπονόθευση — η καλπονοθεία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλπη (Ι) + νόθευση (< νοθεύω). Η λ. στον λόγιο τ. καλπονόθευσις μαρτυρείται από το 1855 στον Θεόδ. Γ. Ορφανίδη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”